- μυομαχία
- μυομαχίᾱ , μυομαχίαbattle of micefem nom/voc/acc dualμυομαχίᾱ , μυομαχίαbattle of micefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυομαχία — η (Α μυομαχία) μάχη μεταξύ τών ποντικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + μαχία (< μάχος < μάχομαι)] … Dictionary of Greek
μυομαχίαν — μυομαχίᾱν , μυομαχία battle of mice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
νησομαχία — νησομαχία, ἡ (Α) πλαστή λέξη τού Λουκιανού, για να δηλώσει μάχη που έγινε ανάμεσα σε νησιά τα οποία δήθεν έπλεαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μηλο μαχία, μυομαχία] … Dictionary of Greek